- αστρατολόγητος
- -η, -οαυτός που δε στρατολογήθηκε, δεν κλήθηκε στο στρατό: Έμεινε αστρατολόγητος, γιατί υπόφερε από μιαν αγιάτρευτη αρρώστια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αστρατολόγητος — η, ο αυτός που δεν έχει στρατολογηθεί … Dictionary of Greek